- ολιγόκαρδος
- -η, -οαυτός που δεν έχει ψυχική δύναμη, δειλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -καρδος (< καρδιά). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
λιγόκαρδος — η, ο βλ. ολιγόκαρδος … Dictionary of Greek